-
1 προκαταρκτικός
A initial,αἰτία ἡ εἱμαρμένη Chrysipp.Stoic.2.292
; τὰ π. the immediate exciting causes of things, S.E.P.3.16, cf. Dsc.Ther.Praef., etc.; predisposing,αἰτία Sor.2.4
.2 παιὼν π. a paeon beginning with a long syllable ([pron. full] ¯ ?προκαταρκτικόςX?προκαταρκτικόςX?προκαταρκτικόςX), opp. καταληκτικός ([pron. full] ?προκαταρκτικόςX?προκαταρκτικόςX?προκαταρκτικόςX ¯ ), Demetr.Eloc.38,39.3 Rhet., prefatory, ἔννοιαι, νοήματα, Hermog.Id.2.9; τὰ π. ib.1.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκαταρκτικός
См. также в других словарях:
αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… … Dictionary of Greek
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek